φιλοπολέμων

φιλοπολέμων
φιλοπόλεμος
fond of war
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λυσικλής — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος στρατηγός, φίλος του Περικλή (5oς αι. π.Χ.). Μετά τον θάνατο του Περικλή, παντρεύτηκε ή έζησε με την Ασπασία. Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν με το κόμμα των φιλοπόλεμων και το 428 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”